Πλησιάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πλησιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aproximação, chegar, abeirar, aproximar, abordar, acercar, achegar, abordagem, abordagem de, enfoque, método
Πλησιάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλησιάζω

πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλησιάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πληρωτέος στα πορτογαλικά - a pagar, pagável, pagar, pago, devido
  • πληρώνω στα πορτογαλικά - salário, custear, desenferrujar, pagamento, penhor, pagar, ordenado, ...
  • πλοίο στα πορτογαλικά - navio, recipiente, embarcação, telha, barco, navios, óptimo, ...
  • πλοκάμι στα πορτογαλικά - tentáculo, tentacle, tentáculos, do tentáculo, tentáculo de
Τυχαίες λέξεις
Πλησιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aproximação, chegar, abeirar, aproximar, abordar, acercar, achegar, abordagem, abordagem de, enfoque, método