Aquiescer στα ελληνικά
Μετάφραση: aquiescer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφήνω, άδεια, ενοικιάζομαι, συναινώ, επιτρέπω, συναίνω, συναινούν, την αποδεχθεί, ανεχθεί, συγκατατίθενται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aqueles στα ελληνικά - εσύ, εκείνα, Ούτε όσα, Οι τελευταίοι αυτοί ήσαν, τελευταίοι αυτοί ήσαν
- aqui στα ελληνικά - εδώ, εδώ για, here
- aquilo στα ελληνικά - που, εκείνος, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
- aquisição στα ελληνικά - επιδεξιότητα, απόκτηση, διενέργεια, αγοράζω, απόκτημα, ικανότητα, τέχνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Aquiescer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφήνω, άδεια, ενοικιάζομαι, συναινώ, επιτρέπω, συναίνω, συναινούν, την αποδεχθεί, ανεχθεί, συγκατατίθενται
Μεταφράσεις: αφήνω, άδεια, ενοικιάζομαι, συναινώ, επιτρέπω, συναίνω, συναινούν, την αποδεχθεί, ανεχθεί, συγκατατίθενται