Ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενοικιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquiescer, largar, deixar, lição, consentir, deixado, permitir, enoikiazomai
Ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοικιάζομαι

ενοικιάζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενοίκιο στα πορτογαλικά - aluguer, glória, alugar, aluguel, renda, arrendar
  • ενοικίαση στα πορτογαλικά - contratar, alugar, empregar, aluguer de, contratação de
  • ενοικιάζω στα πορτογαλικά - glória, alugar, aluguer, aluguel, renda, arrendar
  • ενοποίηση στα πορτογαλικά - consolidação, de consolidação, a consolidação, consolidação de, consolidação da
Τυχαίες λέξεις
Ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aquiescer, largar, deixar, lição, consentir, deixado, permitir, enoikiazomai