Συναινώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συναινώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquiescer, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναινώ
συναινώ συνώνυμο, συναινώ για, συναινώ ετυμολογία, συναινώ βικιλεξικο, δεν συναινώ, συναινώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συναινώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συναθροίζομαι στα πορτογαλικά - reunir-se, congregam
- συναθροίζω στα πορτογαλικά - montar, monte, reunir, coletar, recolher, se reúnem, juntar
- συναισθηματικός στα πορτογαλικά - emocional, emocionais, emotivo, afetivo
- συναλλαγή στα πορτογαλικά - transação, transacção, transações, de transação, de transações
Τυχαίες λέξεις
Συναινώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aquiescer, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
Μεταφράσεις: aquiescer, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento