Asterisco στα ελληνικά
Μετάφραση: asterisco, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστερίσκος, αστερίσκο, τον αστερίσκο, αστερίσκου, αστεράκι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assunto στα ελληνικά - βαλίτσα, υπόθεση, επιχείρηση, υπήκοος, νοιάζομαι, υποκειμενικός, ανησυχία, ...
- assíduo στα ελληνικά - επιμελής, εργατικός, ενδελεχής, επιμελή, επιμελείς, ενδελεχή
- astro στα ελληνικά - αστέρι, πρωταγωνιστής, αστέρων, Κατηγορία, αστέρων ξενοδοχείο
- astronauta στα ελληνικά - αστροναύτης, αστροναύτη, αστροναυτών, αστροναύτης του, Ο αστροναύτης
Τυχαίες λέξεις
Asterisco στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστερίσκος, αστερίσκο, τον αστερίσκο, αστερίσκου, αστεράκι
Μεταφράσεις: αστερίσκος, αστερίσκο, τον αστερίσκο, αστερίσκου, αστεράκι