Avariar στα ελληνικά
Μετάφραση: avariar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ζημία, ζημιές, βλάβης
Μεταφράσεις
- avarento στα ελληνικά - λαίμαργος, παραδόπιστος, κερδομανής, άπληστος, φιλάργυρος, εννοώ, στενός, ...
- avaria στα ελληνικά - βλάπτω, βλάβη, ζημιά, ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, ...
- avaro στα ελληνικά - εννοώ, λαίμαργος, στενός, παραδόπιστος, τσιγκούνης, σφιχτός, άπληστος, ...
- avassalar στα ελληνικά - κυριαρχώ, δεσπόζω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Τυχαίες λέξεις
Avariar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ζημία, ζημιές, βλάβης
Μεταφράσεις: βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ζημία, ζημιές, βλάβης