Beneficiar στα ελληνικά

Μετάφραση: beneficiar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, επωφελούμαι, όφελος, ωφέλεια, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
Beneficiar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bem στα ελληνικά - καλός, ναι, βελανιδιά, όμορφος, δρύινος, παλαιός, καλά, ...
  • bem-me-quer στα ελληνικά - μαργαρίτα, μυοσωτίς, ηελοχάρης, μη με λησμονεί
  • benefício στα ελληνικά - επωφελούμαι, ανταμοιβή, προτέρημα, πλεονέκτημα, ωφέλεια, αμοιβή, επίδομα, ...
  • bengala στα ελληνικά - χώνω, μπαστούνι, καλάμι, ζαχαροκάλαμο, ζαχαροκάλαμου, από ζαχαροκάλαμο
Τυχαίες λέξεις
Beneficiar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, επωφελούμαι, όφελος, ωφέλεια, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή