Όφελος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: όφελος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
benefício, beneficiar, benefícios, vantagem, prestação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όφελος
όφελος συνώνυμα, όφελος απόσυρσης, όφελος αντώνυμο, όφελος κλίση, όφελος ωφελώ, όφελος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όφελος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- όσχεο στα πορτογαλικά - escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal
- όταν στα πορτογαλικά - roda, quando, ao, em, que
- όχημα στα πορτογαλικά - veículo, vegetação, veículos, do veículo, de veículos, veículo de
- όχθη στα πορτογαλικά - banco, margem, bancária, banco de, bancário
Τυχαίες λέξεις
Όφελος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: benefício, beneficiar, benefícios, vantagem, prestação
Μεταφράσεις: benefício, beneficiar, benefícios, vantagem, prestação