Bondoso στα ελληνικά

Μετάφραση: bondoso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσχαρος, προσηνής, αξιαγάπητος, φιλικός, ζεστός, φιλόφρων, εγκάρδιος, αβρός, είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπου
Bondoso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bombom στα ελληνικά - ζαχαρωτό, Bonbon
  • bondade στα ελληνικά - ρήγας, βασιλιάς, καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
  • boneca στα ελληνικά - νευρόσπαστο, κούκλα, δολάριο, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
  • boneco στα ελληνικά - κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
Τυχαίες λέξεις
Bondoso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσχαρος, προσηνής, αξιαγάπητος, φιλικός, ζεστός, φιλόφρων, εγκάρδιος, αβρός, είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπου