Bote στα ελληνικά

Μετάφραση: bote, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
Bote στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bosque στα ελληνικά - ξύλο, μεγαλώνω, δάσος, μαλλί, ξύλινος, άλσος, αυξάνομαι, ...
  • bota στα ελληνικά - μπότα, εκκίνησης, boot, μπότες, για μπότες
  • botica στα ελληνικά - φαρμακείο, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων
  • boticário στα ελληνικά - χημικός, φαρμακοποιός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
Τυχαίες λέξεις
Bote στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών