Canal στα ελληνικά

Μετάφραση: canal, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, οχετός, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
Canal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cana στα ελληνικά - γροθιά, πυγμή, καλάμι, μπαστούνι, ζαχαροκάλαμο, ζαχαροκάλαμου, από ζαχαροκάλαμο
  • canais στα ελληνικά - κανάλι, διώρυγα, κανάλια, καναλιών, διαύλων, διαύλους, τα κανάλια
  • canalha στα ελληνικά - κανάλι, ρείθρο, μόρτης, παλιάνθρωπος, διοχετεύω, μπερμπάντης, αχρείος, ...
  • canapé στα ελληνικά - καναπές, ανάκλιντρο, σαλόνι, ντιβάνι, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Canal στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, οχετός, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο