Carregar στα ελληνικά
Μετάφραση: carregar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορώ, μεταφέρω, φορτίο, φορτώνω, κατηγορία, βάρος, φροντίδα, φρατζόλα, κουβαλώ, ζαλίκι, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- carpir στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, μουγκρίζω, θρηνώ, πενθώ, θρηνούν, ...
- carregador στα ελληνικά - αχθοφόρος, μπότα, φορτιστή, φορτιστής, φόρτισης, του φορτιστή, το φορτιστή
- carreira στα ελληνικά - καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, την καριέρα, καριέρας
- carretel στα ελληνικά - μηχανάκι, καρούλι, μπομπίνα, κύλινδρο, έλικτρο, ελίκτρου
Τυχαίες λέξεις
Carregar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορώ, μεταφέρω, φορτίο, φορτώνω, κατηγορία, βάρος, φροντίδα, φρατζόλα, κουβαλώ, ζαλίκι, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Μεταφράσεις: φορώ, μεταφέρω, φορτίο, φορτώνω, κατηγορία, βάρος, φροντίδα, φρατζόλα, κουβαλώ, ζαλίκι, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων