Κατηγορία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατηγορία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lamento, aliança, incumbir, queixa, liga, folha, carga, denúncia, arguição, carregar, acusação, cobrar, categoria, categoria de, categoria da, Categorias, estilo
Κατηγορία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατηγορία

κατηγορία προς διαγραφή, κατηγορία διπλώματος οδήγησης, κατηγορία ακινήτου ε9, κατηγορία αυθαιρεσίας, κατηγορία αμ, κατηγορία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατηγορία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατευνάζω στα πορτογαλικά - economizar, salvar, bálsamo, tranqüilizar, tranquilizar, tranquilize, tranqüilizá, ...
  • κατεύθυνση στα πορτογαλικά - gestão, sentido, direcção, aconselhar, conselho, gerência, administração, ...
  • κατηγορηματικός στα πορτογαλικά - assertivo, assertiva, assertive, assertivos, afirmativo
  • κατηγορούμενος στα πορτογαλικά - defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lamento, aliança, incumbir, queixa, liga, folha, carga, denúncia, arguição, carregar, acusação, cobrar, categoria, categoria de, categoria da, Categorias, estilo