Colonização στα ελληνικά

Μετάφραση: colonização, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικισμός, αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό
Colonização στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • colocar στα ελληνικά - βάζω, τόπος, στρώμα, τοποθετώ, μέρος, θέση, τόπο, ...
  • colonizar στα ελληνικά - επιοικίζω, αποικίζουν, αποικίσουν, αποικίσει, αποικίζει
  • coluna στα ελληνικά - κολόνα, στήλη, στυλοβάτης, στύλος, μαξιλάρι, στήλης, της στήλης
  • com στα ελληνικά - μαζί, σε, με, με το, με την, με τις, με τα
Τυχαίες λέξεις
Colonização στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικισμός, αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό