Consideravelmente στα ελληνικά

Μετάφραση: consideravelmente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαριτωμένος, επικρατώ, αρκετά, υπερισχύω, ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιαστικώς, ουσιωδώς, αισθητά
Consideravelmente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • conservação στα ελληνικά - διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
  • considerar στα ελληνικά - παίρνω, μοιράζω, κόμης, ζυγίζω, θεωρώ, μετρώ, αγορά, ...
  • consideração στα ελληνικά - θεωρώ, θεώρηση, μελέτη, υπόψη, εξέταση, προσοχή
  • considere στα ελληνικά - θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Τυχαίες λέξεις
Consideravelmente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαριτωμένος, επικρατώ, αρκετά, υπερισχύω, ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιαστικώς, ουσιωδώς, αισθητά