Consistente στα ελληνικά

Μετάφραση: consistente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαγής, στάβλος, στερεός, εδραίος, συνεπής, σταθερός, εταιρία, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη
Consistente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • consinta στα ελληνικά - αποδέχομαι, συναινέσεις, συναινεί, συγκαταθέσεις, συγκατάθεση, συγκατατίθεται
  • consista στα ελληνικά - αποτελείται, συνίσταται, αποτελείται από, περιλαμβάνει, απαρτίζεται
  • consistir στα ελληνικά - αποτελούνται, αποτελείται, συνίστανται, συνίσταται, να αποτελείται
  • consistência στα ελληνικά - συνοχή, συνέπεια, συνέπειας, τη συνοχή, η συνοχή
Τυχαίες λέξεις
Consistente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαγής, στάβλος, στερεός, εδραίος, συνεπής, σταθερός, εταιρία, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη