Constante στα ελληνικά

Μετάφραση: constante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, στερεός, σταθερός, εταιρία, εδραίος, συμπαγής, αδιάκοπος, μόνιμος, στάβλος, διαρκείας, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Constante στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • consolo στα ελληνικά - άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
  • conspirar στα ελληνικά - συνωμοτώ, συνωμοτούν, συνωμοτούν για, συνωμοτήσουν, συνομωτούν
  • constantemente στα ελληνικά - συνεχώς, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
  • constar στα ελληνικά - να είναι, είναι, να, ήταν
Τυχαίες λέξεις
Constante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, στερεός, σταθερός, εταιρία, εδραίος, συμπαγής, αδιάκοπος, μόνιμος, στάβλος, διαρκείας, διαρκής, σταθερή, σταθερά