Αδιάκοπος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contínuo, constante, permanente, incessante, incessantes, unceasing, sem cessar
Αδιάκοπος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος

αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδιάκοπος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αδιάβροχος στα πορτογαλικά - melancia, impermeabilizar, à prova d'água, impermeável, prova d'água, Waterproof, à prova de água
  • αδιάθετος στα πορτογαλικά - indisposto, indisposição, mal, doente, de indisposição
  • αδιάκριτος στα πορτογαλικά - curioso, bisbilhoteiro, Snooper, Snooper de, O Snooper, intrometido
  • αδιάλλακτος στα πορτογαλικά - direita, certo, teso, rígido, são, hirto, intransigente, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contínuo, constante, permanente, incessante, incessantes, unceasing, sem cessar