Διαρκείας στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαρκείας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
constante, contínuo, ininterrupto, permanente, duradouro, temporada, estação, época, temporada de, época de
Διαρκείας στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρκείας

διαρκείας αεκ, διαρκείας παναθηναικου, διαρκείας παναθηναικού 2014, διαρκείας ολυμπιακού, διαρκείας παο, διαρκείας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαρκείας στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαπρεπής στα πορτογαλικά - preeminente, proeminente, mais proeminente, preeminent, proeminentes
  • διαρκής στα πορτογαλικά - persistente, persista, persistir, contínuo, constante, constantes, constante de, ...
  • διαρκώ στα πορτογαλικά - antecedente, perdurar, precedente, rapariga, derradeiro, garota, último, ...
  • διαρρέω στα πορτογαλικά - fuga, infiltrar-se, infiltrar, escoar, infiltram
Τυχαίες λέξεις
Διαρκείας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: constante, contínuo, ininterrupto, permanente, duradouro, temporada, estação, época, temporada de, época de