Conta στα ελληνικά

Μετάφραση: conta, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράμφος, αναφορά, σημασία, λογαριασμός, νομοσχέδιο, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Conta στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • consumir στα ελληνικά - καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
  • consumo στα ελληνικά - φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, ...
  • contabilidade στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
  • contabilista στα ελληνικά - λογιστής, ελεγκτής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
Τυχαίες λέξεις
Conta στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράμφος, αναφορά, σημασία, λογαριασμός, νομοσχέδιο, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω