Cultive στα ελληνικά
Μετάφραση: cultive, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργώ, σκαλίζω, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- culpável στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- cultivar στα ελληνικά - υψώνω, καλλιεργώ, ασανσέρ, ανυψώνω, ανατρέφω, σκαλίζω, αναστηλώνω, ...
- cultivo στα ελληνικά - καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
- cultura στα ελληνικά - πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
Τυχαίες λέξεις
Cultive στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, σκαλίζω, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, σκαλίζω, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε