Καλλιεργώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καλλιεργώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sustentar, substantivo, lavrar, cultive, alimentar, granjear, nutrir, cultivar, crescer, crescem, cresça, aumentar, crescerá
Καλλιεργώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργώ

καλλιεργώ φασόλια, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ αρακά, καλλιεργώ λαχανικά φρούτα αρωματικά φυτά, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καλλιεργώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καλκάνι στα πορτογαλικά - rodovalho, pregado, do pregado, o pregado, turbot
  • καλλιεργημένος στα πορτογαλικά - fuligem, sofisticado, culto, cultivadas, cultura, cultivados, cultivado
  • καλλιτέχνης στα πορτογαλικά - artista, artista de, artist, do artista, pintor
  • καλλιτεχνία στα πορτογαλικά - arte, mestria, artistry, artístico, artística
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sustentar, substantivo, lavrar, cultive, alimentar, granjear, nutrir, cultivar, crescer, crescem, cresça, aumentar, crescerá