Curvo στα ελληνικά

Μετάφραση: curvo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρτός, καμπύλος, καμπύλο, κυρτή, κυρτό
Curvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • curvar στα ελληνικά - γέρνω, τόξο, καμπυλώνω, φιόγκος, καμπυλώνεται, μαξιλάρι, καμπύλη, ...
  • curvatura στα ελληνικά - κύρτωμα, κυρτώνω, καμπύλη, καμπυλώνω, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, ...
  • cuspir στα ελληνικά - φτύνω, πτύω, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός
  • cuspo στα ελληνικά - πτύω, πιτσιλίζω, φτύνω, πλατσουρίζω, πιτσιλάω, σούβλα, Spit, ...
Τυχαίες λέξεις
Curvo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρτός, καμπύλος, καμπύλο, κυρτή, κυρτό