Desgastado στα ελληνικά

Μετάφραση: desgastado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έννοια, ανησυχώ, φθαρεί, φθαρμένα, φθαρμένο, φθαρμένη, έχουν φθαρεί
Desgastado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • desfruir στα ελληνικά - χαίρω, απολαμβάνω
  • desfrutar στα ελληνικά - χαίρω, απολαμβάνω, απολαύσετε, απολαύσουν, απολαμβάνουν, να απολαύσετε
  • desgastar στα ελληνικά - καταναλώνω, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
  • desgaste στα ελληνικά - απόξεση, τριβή, φθορά, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Desgastado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έννοια, ανησυχώ, φθαρεί, φθαρμένα, φθαρμένο, φθαρμένη, έχουν φθαρεί