Έννοια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preocupação, afligir, ziguezaguear, desgastado, conceito, entender, preocupar, sentido, significado, significa, significando, que significa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έννοια
έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έννοια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ένζυμο στα πορτογαλικά - enzima, enzimática, enzimas, enzima de, da enzima
- ένιωθα στα πορτογαλικά - feltro, senti-me, eu me senti, eu senti, eu me sentia, eu sentia
- ένοικος στα πορτογαλικά - locatário, inquilino, arrendatário, tenant, inquilinos
- ένορκος στα πορτογαλικά - jurado, jurada, jurados, júri, juror
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: preocupação, afligir, ziguezaguear, desgastado, conceito, entender, preocupar, sentido, significado, significa, significando, que significa
Μεταφράσεις: preocupação, afligir, ziguezaguear, desgastado, conceito, entender, preocupar, sentido, significado, significa, significando, que significa