Desobedecer στα ελληνικά
Μετάφραση: desobedecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αταξία, ακαταστασία, διαταραχή, πάθηση, απειθώ, παρακούω, disobey, παρακούσει, παρακούσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- desnatar στα ελληνικά - προβιά, γδέρνω, ξαφρίζω, δέρμα, κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, ...
- desnaturalizar στα ελληνικά - κακολογώ, αφαιρώ τα πολιτικά δικαιώματα, κάνω αφύσικο
- desocupado στα ελληνικά - ακατοίκητες, κατειλημμένο, ακατοίκητα, κενές, μη κατειλημμένο
- desocupar στα ελληνικά - διακοπές, αδειάζω, εκκενώνω, εκκενώσει, εκκενώσουν, εγκαταλείψει, εγκαταλείψουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Desobedecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αταξία, ακαταστασία, διαταραχή, πάθηση, απειθώ, παρακούω, disobey, παρακούσει, παρακούσουν
Μεταφράσεις: αταξία, ακαταστασία, διαταραχή, πάθηση, απειθώ, παρακούω, disobey, παρακούσει, παρακούσουν