Desprover στα ελληνικά

Μετάφραση: desprover, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστερώ, διχάζω, διαιρώ, χωρίζω, deplenish
Desprover στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • desprezar στα ελληνικά - γλίστρημα, θίγω, μικρός, ασθένεια, προσβάλλω, νόσος, ελαφρύς, ...
  • desproteger στα ελληνικά - τεσσαρακοστός, Προστ, Κατάργηση προστασίας, Άρση προστασίας, unprotect, κατάργησης προστασίας
  • desqualificar στα ελληνικά - παραγνωρίζω, αποκλείω, άγνοια, εξαλείφω, αποκλείσει, να αποκλείσει, αποκλείει, ...
  • desregrar-se στα ελληνικά - αποβάλλω, Είναι, Θα, Το, Η, Αυτό
Τυχαίες λέξεις
Desprover στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστερώ, διχάζω, διαιρώ, χωρίζω, deplenish