Detergente στα ελληνικά

Μετάφραση: detergente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειροτερεύω, επιδεινώνω, απορρυπαντικό, απορρυπαντικού, απορρυπαντικών, απορρυπαντικές, απορρυπαντικά
Detergente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • detective στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
  • deter στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, καρέ, κρατώ, καθυστερώ, παρακωλύω, αναχαιτίζω, σταματώ, ...
  • deteriorar στα ελληνικά - χαλώ, υπολογίζω, παρακμάζω, βλάπτω, καθορίζω, σαπίζω, προσδιορίζω, ...
  • deterioração στα ελληνικά - σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, αλλοίωση, χειροτέρευση, επιδείνωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Detergente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειροτερεύω, επιδεινώνω, απορρυπαντικό, απορρυπαντικού, απορρυπαντικών, απορρυπαντικές, απορρυπαντικά