Dicionário στα ελληνικά

Μετάφραση: dicionário, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξιλόγιο, πεθάνω, λεξικό, αποθνήσκω, τεζάρω, λεξικού
Dicionário στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diante στα ελληνικά - τύπος, τιμή, προηγούμενα, άλλοτε, κατά, έναντι, κατά της, ...
  • diariamente στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
  • dicionários στα ελληνικά - λεξικό, λεξικά, λεξικών, τα λεξικά
  • dieta στα ελληνικά - διατροφή, διαιτολόγιο, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
Τυχαίες λέξεις
Dicionário στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξιλόγιο, πεθάνω, λεξικό, αποθνήσκω, τεζάρω, λεξικού