Discreto στα ελληνικά
Μετάφραση: discreto, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάκριση, διακριτικός, διακρίσεις, διακριτική, διακριτικό, διακριτικής, διακριτικά
Μεταφράσεις
- disco στα ελληνικά - ηχογραφώ, δίσκος, καταγράφω, αντιπαθώ, φωτογραφίζω, πιατέλα, φωτογραφία, ...
- discorrer στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ομιλία, λόγου, λόγο, λόγος, συζήτηση
- discriminação στα ελληνικά - συζητώ, διακρίσεις, διάκριση, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
- discurso στα ελληνικά - τρέχω, διεύθυνση, επισπεύδω, γλώσσα, φόρα, ταχύτητα, απευθύνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Discreto στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάκριση, διακριτικός, διακρίσεις, διακριτική, διακριτικό, διακριτικής, διακριτικά
Μεταφράσεις: διάκριση, διακριτικός, διακρίσεις, διακριτική, διακριτικό, διακριτικής, διακριτικά