Διακρίσεις στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
discriminação, discreto, a discriminação, discriminações, de discriminação, uma discriminação
Διακρίσεις στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακρίσεις στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα πορτογαλικά - pausar, pausa, padrão, suspensão, espera, interrupção, interrupções, ...
  • διακοσμώ στα πορτογαλικά - adornar, enfeitar, ornamentar, decore, condecorar, ornar, decorar, ...
  • διακριτικό στα πορτογαλικά - distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta
  • διακριτικός στα πορτογαλικά - desacreditar, discreto, desprestigiar, distintivo, distinto, característico, distintiva, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: discriminação, discreto, a discriminação, discriminações, de discriminação, uma discriminação