Distante στα ελληνικά

Μετάφραση: distante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκεντρος, χωριστά, μακριά, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόμακρος, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής
Distante στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dissolver στα ελληνικά - διαλύω, μεταπείθω, λύνω, αποτρέπω, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύει, ...
  • dissuadir στα ελληνικά - αποτρέπω, απόσταση, μεταπείθω, να αποτρέψει, αποτρέψει, αποτρέπουν, αποτρέψουν, ...
  • distar στα ελληνικά - υπαγορεύω, είναι, να είναι, να, ήταν
  • distinguir στα ελληνικά - διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Τυχαίες λέξεις
Distante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκεντρος, χωριστά, μακριά, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόμακρος, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής