Domínio στα ελληνικά
Μετάφραση: domínio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, σπίτι, ακίνητο, περιουσία, τομέα, περιοχή, πεδίο, τομέας, περιοχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domingo στα ελληνικά - ήλιος, Κυριακή, Κυριακής, της Κυριακής, την Κυριακή
- doméstico στα ελληνικά - βυρσοδεψώ, μαυρίζω, οικιακός, τιθασεύω, εξημερώνω, μαύρισμα, καφετί, ...
- donativo στα ελληνικά - συνεισφορά, δωρεά, συμβολή, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, ...
- donde στα ελληνικά - που, πρόσοψη, όπου, όταν, εφόσον
Τυχαίες λέξεις
Domínio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, ακίνητο, περιουσία, τομέα, περιοχή, πεδίο, τομέας, περιοχής
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, ακίνητο, περιουσία, τομέα, περιοχή, πεδίο, τομέας, περιοχής