Περιουσία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predicado, propriedade, roça, estabelecimento, possessão, granja, atributos, domínio, fazenda, terras, possessões, qualidade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens
Περιουσία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, περιουσία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα πορτογαλικά - restringido, restrito, restrita, limitado, restringiu
  • περιορισμός στα πορτογαλικά - restrição, de restrição, restrições, limitação, restrição de
  • περιοχή στα πορτογαλικά - distrito, esfera, distribuidor, área, região, região de, a região, ...
  • περιπέτεια στα πορτογαλικά - aventura, de aventura, aventura de, aventuras, adventure
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: predicado, propriedade, roça, estabelecimento, possessão, granja, atributos, domínio, fazenda, terras, possessões, qualidade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens