Dono στα ελληνικά

Μετάφραση: dono, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, αφεντικό, κύριος, μετρ, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Dono στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • donativo στα ελληνικά - συνεισφορά, δωρεά, συμβολή, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, ...
  • donde στα ελληνικά - που, πρόσοψη, όπου, όταν, εφόσον
  • dor στα ελληνικά - οδυνηρός, λαχταρώ, πονώ, αλγεινός, πόνος, πόνο, πόνου, ...
  • dormir στα ελληνικά - κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, μανίκι, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, ...
Τυχαίες λέξεις
Dono στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, αφεντικό, κύριος, μετρ, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο