Ιδιοκτησία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possessão, posse, proprietário, dono, propriedade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ιδιοκτησία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα πορτογαλικά - quebrar, dividir, sentença, sentenciar, romper, oração, apartar, ...
- ιδιοκτήτης στα πορτογαλικά - dono, proprietário, possuir, próprio, do proprietário, proprietário do, arrendador
- ιδιορρυθμία στα πορτογαλικά - peculiaridade, particularidade, peculiarity, peculiaridades, especificidade
- ιδιοτέλεια στα πορτογαλικά - egoísmo, o egoísmo, do egoísmo, egoismo, egoísmos
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: possessão, posse, proprietário, dono, propriedade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens
Μεταφράσεις: possessão, posse, proprietário, dono, propriedade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens