Κτήτορας στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κτήτορας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
próprio, possuir, dono, proprietário, do proprietário, proprietário do, arrendador
Κτήτορας στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήτορας

κτήτορας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κτήτορας στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κτήριο στα πορτογαλικά - edifício, edifícios, construção, prédio, de construção, edifício de
  • κτήση στα πορτογαλικά - esfera, posse, possessão, a posse, poder, tempo nos seus pés
  • κτίστης στα πορτογαλικά - construtor, lavrador, pedreiro, Mason, de pedreiro, do pedreiro, maçom
  • κτηνίατρος στα πορτογαλικά - veterinário, médico veterinário, veterinarian, veterinária
Τυχαίες λέξεις
Κτήτορας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: próprio, possuir, dono, proprietário, do proprietário, proprietário do, arrendador