Dormir στα ελληνικά

Μετάφραση: dormir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, μανίκι, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
Dormir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dono στα ελληνικά - αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, ...
  • dor στα ελληνικά - οδυνηρός, λαχταρώ, πονώ, αλγεινός, πόνος, πόνο, πόνου, ...
  • dorso στα ελληνικά - πλάτη, υποστηρίζω, ενισχύω, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
  • dosagens στα ελληνικά - δοσολογία, δόσεις, δοσολογίες, δόσεων, δοσολογιών
Τυχαίες λέξεις
Dormir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, μανίκι, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο