Κοιμάμαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κοιμάμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dormir, matar, sono, do sono, o sono, de sono
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοιμάμαι
κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, κοιμάμαι πολύ, κοιμάμαι μεγαλώνω νουνου, κοιμάμαι και μεγαλώνω, κοιμάμαι με ανοιχτό στόμα, κοιμάμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοιμάμαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοιλιακός στα πορτογαλικά - abdominal, abdominais, abdome
- κοιλότητα στα πορτογαλικά - quarto, cavidade, sala, cava, câmara, cavidade de, cavidade do, ...
- κοινά στα πορτογαλικά - commons, comuns, bens comuns, terras comuns, bem comum
- κοινοβουλευτικός στα πορτογαλικά - parlamentar, parlamentares, legislatura, do Parlamento
Τυχαίες λέξεις
Κοιμάμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dormir, matar, sono, do sono, o sono, de sono
Μεταφράσεις: dormir, matar, sono, do sono, o sono, de sono