Enciclopédia στα ελληνικά
Μετάφραση: enciclopédia, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, εγκυκλοπαιδεία, εγκυκλοπαίδεια, Encyclopedia, εγκυκλοπαίδειας, εγκυκλοπαίδεια και
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- encharcar στα ελληνικά - κατακλύζω, πλημμυρίζω, πλημμύρες, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, ...
- encher στα ελληνικά - γεμίζω, καταλαμβάνω, παίρνω, αύξηση, ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ...
- encobrir στα ελληνικά - κρύβομαι, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
- encolher στα ελληνικά - συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Enciclopédia στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, εγκυκλοπαιδεία, εγκυκλοπαίδεια, Encyclopedia, εγκυκλοπαίδειας, εγκυκλοπαίδεια και
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, εγκυκλοπαιδεία, εγκυκλοπαίδεια, Encyclopedia, εγκυκλοπαίδειας, εγκυκλοπαίδεια και