Engenheiro στα ελληνικά
Μετάφραση: engenheiro, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- engasgar στα ελληνικά - φλομώνω, στραγγαλίζω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
- engendrar στα ελληνικά - προϊόν, προσκομίζω, παράγω, προκαλέσει, γεννούν, προκαλούσε, να προκύψει
- engodar στα ελληνικά - τραβώ, προσελκύω, δελεάζω, επισύρω, έλκω, δέλεαρ, θέλγητρο, ...
- engodo στα ελληνικά - δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Τυχαίες λέξεις
Engenheiro στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί