Enriquecer στα ελληνικά
Μετάφραση: enriquecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλαβώνω, εμπλουτίζω, υποδουλώνω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Μεταφράσεις
- enquanto στα ελληνικά - σκόνη, ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι
- enredar στα ελληνικά - δεξαμενή, μπλέξιμο, κουβάρι, εμπλοκής, μπέρδεμα, σύγχυση
- enrolar στα ελληνικά - κυλώ, αιολική, ψωμάκι, κύλινδρος, άνεμος, κουρδίζω, μπούκλα, ...
- enrugamento στα ελληνικά - ρυτίδα, ζάρα, ρυτιδώνω, αυλάκωση, πτυχώσεως, κυματοειδών, κυμάτωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Enriquecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλαβώνω, εμπλουτίζω, υποδουλώνω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Μεταφράσεις: σκλαβώνω, εμπλουτίζω, υποδουλώνω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την