Σκλαβώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σκλαβώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escravizar, enriquecer, escraviza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκλαβώνω
σκλαβώνω συνώνυμα, σκλαβώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκλαβώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σκλήθρα στα πορτογαλικά - lasca, farpa, splinter, estilhaço, fragmento
- σκλαβιά στα πορτογαλικά - escravatura, escravidão, a escravidão, a escravatura, da escravidão
- σκληραίνω στα πορτογαλικά - ambiência, relatar, dizer, narrar, humor, têmpera, temperar, ...
- σκληροτράχηλος στα πορτογαλικά - sólido, rijo, forte, refratário, refratária, refractário, refratários, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκλαβώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escravizar, enriquecer, escraviza
Μεταφράσεις: escravizar, enriquecer, escraviza