Escarpado στα ελληνικά
Μετάφραση: escarpado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφτός, αιφνίδιος, μυτερός, απόκρημνος, απότομος, οξυδερκής, κοφτερός, απότομη, απότομες, απότομο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- escapar στα ελληνικά - παραλείπω, ξεφεύγω, δραπετεύω, καβαλιέρος, συνοδεύω, ακολουθία, απόδραση, ...
- escaravelho στα ελληνικά - σκαθάρι, σκαραβαίος, σκαραβαίο, σκαραβαίου, scarab, κάνθαρος
- escavar στα ελληνικά - σκάβω, ξεπερνώ, έρευνα, εξερευνώ, υπερβαίνω, εξετάζω, βλέπω, ...
- escavação στα ελληνικά - νύξη, σκάβω, χωνεύω, κέντρισμα, σαρκασμός, ανασκαφή, εκσκαφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Escarpado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφτός, αιφνίδιος, μυτερός, απόκρημνος, απότομος, οξυδερκής, κοφτερός, απότομη, απότομες, απότομο
Μεταφράσεις: κοφτός, αιφνίδιος, μυτερός, απόκρημνος, απότομος, οξυδερκής, κοφτερός, απότομη, απότομες, απότομο