Απόκρημνος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απόκρημνος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aço, íngreme, escarpado, íngremes, acentuada, acentuado
Απόκρημνος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απόκρημνος

απόκρημνος συνώνυμα, απόκρημνος αντίθετο, απόκρημνοσ συνώνυμο, απόκρημνος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απόκρημνος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απόκλιση στα πορτογαλικά - departamento, partida, divergência, divergências, de divergência, a divergência, divergência de
  • απόκοσμος στα πορτογαλικά - esquisito, bizarro, único, isolado, só, excêntrico, estranho, ...
  • απόκρυφος στα πορτογαλικά - ocasional, ocultar, arcano, recôndito, recôndita, recondite, recônditos, ...
  • απόκρυψη στα πορτογαλικά - tampa, capa, cobertura, dissimulação, encobrimento, esconderijo, ocultação, ...
Τυχαίες λέξεις
Απόκρημνος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aço, íngreme, escarpado, íngremes, acentuada, acentuado