Fêmea στα ελληνικά

Μετάφραση: fêmea, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Fêmea στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • férreo στα ελληνικά - σιδερένιος, αρδεύω, σιδερώνω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, ...
  • fértil στα ελληνικά - χοντρός, χόνδρος, πλούσιος, παραγωγικός, λίπος, λίπασμα, γόνιμος, ...
  • fígado στα ελληνικά - συκώτι, ήπατος, ήπαρ, του ήπατος, ηπατική
  • física στα ελληνικά - φυσική, κασμάς, μαζεύω, συλλέγω, Φυσικής, της φυσικής, τη φυσική, ...
Τυχαίες λέξεις
Fêmea στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά