Funcionar στα ελληνικά

Μετάφραση: funcionar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηγαίνω, τρέχω, δεξίωση, λειτουργώ, εγχείρηση, εγχειρίζω, λειτουργία, επιχείρηση, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
Funcionar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fumos στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, αναθυμιάσεις, καπνούς, καπνών, αναθυμιάσεων
  • funcionamento στα ελληνικά - τρέχω, λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη, επιχείρηση
  • funcionário στα ελληνικά - αξιωματικός, επίσημος, στέλεχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, ...
  • fundamentar στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
Τυχαίες λέξεις
Funcionar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηγαίνω, τρέχω, δεξίωση, λειτουργώ, εγχείρηση, εγχειρίζω, λειτουργία, επιχείρηση, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες