Εγχειρίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actuar, opere, funcionar, operar, ópera, encheirizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω
εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγχειρίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγχείρηση στα πορτογαλικά - operar, funcionar, operação, actuar, opere, cirurgia, a cirurgia, ...
- εγχειρίδιο στα πορτογαλικά - obreiro, mão, manual, manual do, manual de, o manual, o manual do
- εγωισμός στα πορτογαλικά - egoísmo, o egoísmo, egoismo, do egoísmo
- εγωιστής στα πορτογαλικά - egoísta, egoist, egoista, egotista
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: actuar, opere, funcionar, operar, ópera, encheirizo
Μεταφράσεις: actuar, opere, funcionar, operar, ópera, encheirizo