Λειτουργώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
opere, divertimento, funcionar, emprego, ofício, operar, função, cargo, fim, alvo, ópera, prazer, actuar, operam, funcionamento, funcionam
Λειτουργώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λειτουργώ

λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λειτουργώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λειτουργία στα πορτογαλικά - actuar, funcionar, ofício, cargo, fim, alvo, função, ...
  • λειτουργικός στα πορτογαλικά - funcional, funcionais, funcional de
  • λειχήνες στα πορτογαλικά - líquenes, Os líquenes, líquens, liquens, Lichens
  • λειψανοθήκη στα πορτογαλικά - relicário, reliquary, relicário de, relíquias, relíquia
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: opere, divertimento, funcionar, emprego, ofício, operar, função, cargo, fim, alvo, ópera, prazer, actuar, operam, funcionamento, funcionam