Idioma στα ελληνικά
Μετάφραση: idioma, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- identificar στα ελληνικά - μέρος, ταυτίζω, αναγνωρίζω, τοποθετώ, ταυτότητα, τόπος, εντοπισμό, ...
- identificação. στα ελληνικά - πάγος, ID, αναγνωριστικό, Ιϋ, Αριθμός, αρ
- idiota στα ελληνικά - εάν, αν, βλάκας, μωρός, moron, διανοητικώς καθυστερημένος, ηλίθιε
- idolatrar στα ελληνικά - λατρεία, λατρεύω, ειδωλοποιώ, ειδωλοπείω, εξιδανικεύουν, εξιδανικεύουν αυτό, είναι το είδωλό
Τυχαίες λέξεις
Idioma στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Μεταφράσεις: εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες